- ακαλόπιαστος
- -η, -ο [καλοπιάνω]1. αυτός που δεν πιάνεται εύκολα με τα χέρια2. αυτός που δεν τόν έχουν πιάσει με το καλό, δεν τού έχουν φερθεί ευγενικά3. όποιος δεν παίρνει από καλοπιάσματα, δεν υποχωρεί σε παρακλήσεις, δύστροπος4. (ζώο) που δεν τιθασεύεται με τον καλό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.